Διάλειμμα
Περίλυπα πρόβαλλαν τὰ ἑρπετὰ στὸ θέατρο ποὺ ἔστησε ἡ Τεισιφόνη. Στὸ διάλειμμα Ἕνας θεατής θυμήθηκε τὰ μάτια του. Δύο ξεχασμένα πλοῖα. Γεμάτο νάρκες τὸ λιμάνι.
- Λύκε, λύκε, εἶσαι ἐδῶ; Τοὺς φίλους μου τοὺς παιδικούς ἀπὸ νωρὶς Ἀναζητῶ Καὶ βρῆκα μόνο ἕνα ψάρι. Αὐτὸ ποὺ σταύρωσαν τὰ χείλη σου μὲς στὸ κενό.
Κάπα Mi Xi Άλφα Ἔψιλον Κι ἄλλο Ἔψιλον Φὶ Κι ἄλλο Ἄλφα Αὐτὰ στεκόντουσαν ψηλὰ Ἤμουν ἐγὼ ποὺ ἄρχισα νὰ κατεβαίνω.
Παραμύθι
Ἀνάμεσα στὶς λέξεις καὶ τοὺς λογαριασμούς βαδίζω μὲ τῆς ἀβύσσου τὸ σταυρὸ καὶ τὸσφυρὶ τῆς σιωπῆς Τρέχω - Σκοντάφτω Πέφτω --- Στοῦ ξυραφιοῦ τὴν κόψη τοὺς φίλους μου τοὺς παιδικούς Ἀναζητῶ.
Ἡ ἐπιστροφή
Ματωμένος καὶ τυφλὸς Βούτηξε μὲς στὰ νερὰ ὁ ἥλιος. Ἤρθανε οἱ φίλοι μου τὰ γράμματα νὰ κρεμαστοῦν γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἀπ' τὴ φωνή μου.
Τὰ πουλιά
Ἐδῶ μόνο τὰ πουλιὰ εἶναι πραγματικά πουλιά. Κάθε μέρα στὰ δέντρα τοῦ κήπου τραγουδᾶνε Σκύβουν μιλᾶνε σὲ ὅσους γιὰ μέρες λιγοστές ἔχουν καθηλωθεῖ στῆς φρίκης τὶς νορμανδικὲς ἀκτές. Ἐσεῖς ποὺ ἔχετε τὰ μάτια αὐτὰ ἐδῶ κρατῆστε τὴν ἀνάσα σας ἕνα λεπτό κι ἀπὸ ἕνα εἰσιτήριο στὰ χέρια σας κρατῆστε Στὴν παράσταση αὐτὴ Αὐτὴ παίζει τὴν Κίρκη Δίπλα της εἶναι τὸ σίγμα τὸ τρελὸ ποὺ φιγουράρει μὲς στὴ θήκη.
Στιγμὴ τρίτη
Ὁ ὕπνος Στὸ λευκὸ τὸ μπαλκόνι ποὺ γέρνει κόβει βόλτες μιὰ τσίτινη μπλούζα Τὸ κενό της τὸ μάτι σαλεύει Ψάχνει νὰ βρεῖ Ψάχνει νέα μιὰ φύτρα Mà τῆς Δήμητρας ἡ ποδιὰ εἶναι ἄδεια Δὲν ἔχει πιὰ ἄλλα μύρτα Τὰ πουλιὰ τῆς μνήμης Τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια κάθε βράδυ. Τὰ χέρια μου δὲν ἀντέχουν νὰ κρατήσουν τὸ σκοτάδι. 192 193 Γι' αὐτὸ κάθε πρωὶ ξυπνῶ s stry cort τὴ μικρὴ καρδερίνα Κι ἕνα σπίτι τῆς δείχνω γεμάτο τραγούδια – Ἐκεῖ μένει, τῆς λέω, τὸ φῶς.
Ἡ φωτιὰ
Μέσα στὸ πένθος τῶν ἀγρῶν ποὺ τὴ χαρὰ θερίζει ἔχουν ἀνάψει μιὰ φωτιὰ ποὺ δίπλα τσιτσυρίζει. Καίει ἡ φωτιὰ -- Ἄκου τὰ σώματα πῶς σπάζουν σὰ νά 'τανε γυαλιὰ Τρώει ἡ φωτιὰ – Τὰ στόματα φοβήθηκαν κιἀπόμειναν κλειστὰ Σβήνει ἡ φωτιά -- Ἀπ' τὰ ὀνόματα μὴν ψάχνεις πιὰ οὔτε τὰ ἀρχικά.
Τὸ αἴνιγμα
Στὴ σκηνὴ αὐτὴ βγαίνει ἡ κυρία Νιόβη μὲ τὸ ἀγαπημένο της κλουβί Ὅταν τ᾿ἀνοίξει καὶ τὸ πουλὶ πετάξει ὁ δάσκαλος κι ὁ φαρμακοποιός χειροκροτοῦν Τὰ φῶτα ἀνάβουν Mà ή κυρία Νιόβη σβήνει. Ὁμόνος μου στὸ λεωφορεῖο ὁ γνωστὸς εἶναι Αὐτὸς ποὺ ξέρει μ' ἕνα σουβλὶ νὰ τρυπάει τὸβλέμμα εἶναι Αὐτὸς ποὺ βάφει κόκκινο τούτου τοῦ παιδιοῦ τὸ θλιβερὸ τὸ στέμμα Εἶναι ἐκεῖνος καὶ αὐτὸς Ὁ παλιὸς τῆς χαρᾶς μου ὁ κυνηγός. Εἶναι Ὁ φίλος μου καὶ ὁπρῶτος μου ἐχθρὸς Ὁ δικός μου ὁ φόβος ὁ Μελάμπους εἶναι Αὐτός.
Ἡ Κίρκη
Μέσα ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ματιῶν ἔρχονται γιὰ νὰ μᾶς δοῦν πάντοτε τὰ μάτια. Κάθε φορὰ δυὸ δυὸ ζευγάριζωντανὸ μὲ τὸ χαμόγελο τὰ χάδια καὶ τὸ νάζι. Κι ὅμως τοῦτο τὸ ἕνα εἶναι γιὰ σήμερα κλειστό Μοιάζει ἔτσι μὲ δρόμο ποὺ ἄνοιξαν γιὰ τὸ κοινό κι ἀφότου κόπηκε στὰ δυὸ τὸν ἔκλεισαν γιὰ τὸ κενό δὲν ἤθελαν νὰ χάσκει.
Ἡ δέηση
Αύριο πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ δεηθοῦμε Νὰ μὴν πνίξει ἡ λάσπη τὰ λουλούδια Καὶ στὴν πλάτη ποὺ χαμογελάει νὰ μὴ χωθεῖ ἐκεῖνο τὸ παλιὸ καρφί.
Τὰ πουλιὰ τῆς μνήμης
Τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια κάθε βράδυ. Τὰ χέρια μου δὲν ἀντέχουν νὰ κρατήσουν τὸ σκοτάδι.
Τὸ τραῦμα
Μέσα στὴν τρύπα τὴ φριχτὴ ποὺ κάποιοι τὴ λένε σπίτι Ἡ πυρωμένη ή μασιὰ σκαλίζει τὴ μικρή φωτιὰ Μέσα της δυὸ κάρβουνα παλεύουνε ν' ἀνάψουνε τὰ μάτια σου νὰ κάψουν τὴ θηλιά σου.
Ἡ Πρωτομαγιὰ
Τὸ πένθος τῶν ἀγρῶν Μέσα στὸ πένθος τῶν ἀγρῶν ποὺ τὴ χαρὰ θερίζει Ἡ παπαρούνα αὐτὴ ἐδῶ ἐμένα μοῦ θυμίζει ἐκείνη τὴ γριὰ ποὺ βάφτηκε γιὰ νὰ χαρεῖ τὸν ἔρωτα μὰ τώρα κοκκινίζει.
Ἡ γάτα
Τὰ περιστέρια Ἀποβραδίς στὸ στῆθος σου ἕνα παράθυρο ἀνοιχτό εἶχε γεμίσει περιστέρια. Στὸν σκοτεινό τὸν ὕπνο σου μιὰ γάτα ἦρθε Τά 'πνιξε μὲ τὰ δικά της χέρια. Τότε στὸν οὐρανὸ ἀμέσως ξεφτίσανε τὰ ψεύτικα τ' ἀστέρια.
Τὸ λεωφορεῖο
Στὴ στάση ὅταν βραδιάζει Δίπλα στὰ κεράκια τῆς στιγμῆς ποὺ ἔχει περάσει δίπλα στὰ ψίχουλα τῆς γιορτῆς ποὺ μ' ἔχει ξεχάσει Τὸ σῶμα μου σφαδάζει