Πέτρος Γκολίτσης, «Ο εξπρεσιονιστής ποιητής και φιλόσοφος Δημήτρης Λαμπρέλλης. Σφάγια και κάτοπτρα (Ένας στοχαστικός εξπρεσιονιστής)», στο του ιδίου: Ποιητικές μεταστοιχειώσεις (στοιχεία εξπρεσιονισμού στην ποίησή μας): Σαχτούρης, Μπράβος, Μαστοράκη, Φωστιέρης, Λαμπρέλλης, Χριστόπουλος, Γρίβα, Εκδόσεις Ρώμη, Θεσσαλονίκη 2017, σ.σ. 255-344.
Πρόκειται για το πέμπτο ποιητικό βιβλίο του Δημήτρη Λαμπρέλλη. Προηγήθηκαν τα εξής: Έσοπτρος (1982), Ο δίσκος με τα στίγματα (1991), Η αριθμητική της Περσεφόνης (1996) και Η ανεμώνη και ο ίλιγγος (2002). Κυκλοφόρησαν όλα από τις εκδόσεις της «Νέας Πορείας». Όπως και κατά το παρελθόν, έτσι και τώρα ο λόγος παραμένει κατά κανόνα αφαιρετικός. Συγκεντρώνοντας την προσοχή της στα κατ’ αυτόν εξέχοντα σημεία ενός καθόλα κρίσιμου προβληματισμού, η ελλειπτική εκφορά έχει μάθει να αποτυπώνει εγκαίρως τις καίριες πτυχές των σημαινομένων και των συμφραζομένων τους.
Χωρίς να υποκύπτει δηλαδή στους τυπικούς πειρασμούς των αοριστολογικών γενικεύσεων, η γραφή τιμά τα κελεύσματα της δημιουργικής πνοής και προσαρμόζεται πάντα στις ανάγκες μιας συνεπούς, παραγωγικής απόδοσης. Στους αντίποδες των κενολόγων ή επηρμένων αφορισμών του συρμού, οι στίχοι συναιρούν με άνεση αλήθειες ζωής και προοικονομούν στη συνέχεια μιαν ευρύχωρη εσωτερική θέα του εαυτού.
Τα διάφορα φύσει και θέσει επιγράμματα σηματοδοτούν μια πορεία με έκδηλες μεταφυσικές στάσεις. Ο κριτικός αναστοχασμός εδραιώνεται από ποίημα σε ποίημα. Έστω ενδεικτικά: «Αυτός που διασταύρωνε τον τελευταίο καιρό λουλούδια / κυκλάμινα κυκλάμινα πανσέδες και το μενεξέ / Στο γράμμα εκείνο που εκκρεμεί / δεν μου απάντησε ποτέ. / Του έγραφα / πως το λευκό ήταν ένα παιδί ξαπλωμένο στο κρεβάτι / πως κάθε πρωί το σταύρωναν οι λέξεις / και πως έπειτα γύρω του μαζεύονταν οι γυναίκες του σπιτιού κι έπιναν καφέ.»( Βλ. «Τα λουλούδια», σελ. 22). Το εγώ φαίνεται ότι παρατηρεί εναγωνίως τον κόσμο, σαν να είναι μάλιστα η πρώτη και η τελευταία του φορά.
Η ετοιμότητά του παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στην πάγια σαιξπηρική προοπτική της «άοκνης αγρύπνιας». Χωρίς υπεκφυγές ή αναστολές, το ποιητικό υποκείμενο επαναλαμβάνει ό, τι φρονεί πως αρμόζει στη δεδομένη συγκυρία: «The readiness is all.» (που πάει να πει: «Το να’ ναι έτοιμος κανείς είναι το παν», βλ. Άμλετ, 5η πράξη, 2η σκηνή, σε μετάφραση Μιχάλη Κακογιάννη, εκδόσεις «Καστανιώτης», 1985, σελ. 218)
Κατά τα άλλα, καλούμαστε εδώ να περιδιαβάσουμε τοπία κλειστά, όπου το ανήσυχο, άοκνο εγώ επιχειρεί να προσδιορίσει τις ποιότητες και τις ποσότητές του, αλλά και τοπία εμφανώς ανοικτά, όπου το εγώ έρχεται αντιμέτωπο με μια συνήθως εφιαλτική, συλλογική μνήμη. Η ρήξη δεν αποτρέπεται, αν και οι συνθήκες θα ευνοούσαν την πολυτέλεια μιας πρόσκαιρης έστω συναντίληψης. Στο κρυπτικό, αλλά αρκούντως συγκερασμένο «Σχετικά με τις νορμανδικές ακτές» διαφαίνεται η τάση του ποιητή να συνδιαλλαγεί συνειδητά με το παρελθόν ενός φυλετικού τρόμου. Η θεμελιώδης αρχή Walter Benjamin, η οποία επισημαίνει ότι «δεν υπάρχει τεκμήριο του πολιτισμού, το οποίο να μην είναι ταυτοχρόνως τεκμήριο της ανθρώπινης βαρβαρότητας» ανιχνεύεται, επίσης, αρκετά εύκολα.
Οι συμβολοποιήσεις απηχούν αυτές ακριβώς τις εννοιολογικές αντιπαραθέσεις – εναντιώσεις. Παραθέτω: Ο κήπος / Αυτός ο κήπος που πράσινος φαντάζει / Δεν βλέπετε πως διόλου πράσινος δεν είναι / Ή τάχα δεν ξέρετε πως σήμερα στον κήπο αυτόν / κανείς δεν τα φροντίζει τα λουλούδια; / Ο κηπουρός / Ο κηπουρός κρεμάστηκε προχτές λίγο πιο πέρα απ’ τις νορμανδικές ακτές. / Και ο ήλιος; / Ένας αστραφτερός ήλιος / μπολιάζει με αρρώστια / τον ναυαγό και τον γιατρό του. / Κοιτάζει ο πόθος και βρίσκει άδειο το γυλιό του / στις πυρωμένες από παλιό και νέο θάνατο νορμανδικές ακτές.» (Βλ. σελ. 12 επ.)
Οίκοθεν νοείται ότι έχει επιστρατευθεί και πάλι η γνωστή μπορχεσιανή στρατηγική. Δηλαδή: «Τώρα έχω φτάσει στο συμπέρασμα (και το συμπέρασμα αυτό μπορεί να ακούγεται λυπηρό), πως δεν πιστεύω πια στην έκφραση: πιστεύω μόνο στον υπαινιγμό. Άλλωστε, τι είναι οι λέξεις; Οι λέξεις είναι σύμβολα για αναμνήσεις που τις έχουμε κοινές με άλλους ανθρώπους. Αν εγώ χρησιμοποιήσω μια λέξη, τότε πρέπει εσείς να έχετε κάποια εμπειρία εκείνου για το οποίο δηλώνει η λέξη. Εάν δεν έχετε, η λέξη δεν σημαίνει τίποτα για σας.
Νομίζω πως μπορούμε μόνο να υπαινισσόμαστε, πως μπορούμε να κάνουμε τον αναγνώστη να φαντάζεται. Ο αναγνώστης, αν είναι αρκετά εγρήγορος, μπορεί να ικανοποιηθεί με την απλή νύξη ενός πράγματος…» (Βλ. Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Η Τέχνη του Στίχου, διάλεξη «Το πιστεύω ενός Ποιητή»).
Οι υπερρεαλιστικές αποχρώσεις, οι εικονιστικές παρεμβολές και οι θεματικές ανατροπές συμβάλλουν αποφασιστικά στη δημιουργία ενός συγκινησιακού κλίματος, όπου συνυπάρχει χωρίς απρόοπτα η ειδολογική αίρεση και η έγκυρη αποδελτίωση του φανταστικού στοιχείου.
Οι μεταβάσεις και οι παρεμφερείς δράσεις αναφέρονται εμμέσως πλην σαφώς και στην εμβληματική Αμοργό του Νίκου Γκάτσου. Παραθέτω: «Γιατί / Ναι, ταξιδεύουμε / Μαζί μ’ εκείνο το κουλούρι που αγόρασε ένα πουλί / και φαρμακώθηκε / Μαζί μ’ εκείνη τη φωτογραφία του παιδιού που ανέβηκε μια / σκάλα / και σκοτώθηκε. / Ναι μ’ αυτά ταξιδεύουμε / Μήπως / αύριο ή το πολύ μεθαύριο / δώσει ο κάμπος / νερό στον ουρανό / κι αναστηθούμε.» ( Βλ. σελ. 28). Η αισθητική πλήρωση τελείται ομαλά. Η πηγαιότητα του ερεθίσματος αμιλλάται την πιστότητα των συνεπαγόμενων λεκτικών συναρμογών.
Ας παραβληθεί για προφανείς εποπτικούς λόγους και η σημασιοσυντακτική εμπέδωση της χαρακτηριστικής «Πτώσης», η οποία τρόπον τινά συνιστά μιαν προσωποπαγή Ars Poetica: «Μας έταξαν μια λέξη δίπλα της είναι μύλος σκεφτικός / και την αλέθει / Μας έταξαν μια αυλή τα φύλλα της τα έδιωξαν / κανείς πια / μόνη της δεν την αντέχει / Μας έταξαν λίγη σκιά πίσω από το σύννεφο γνέθει η κραυγή / της λήθης τη θηλιά. / Μα τον κομμένο της παραίτησης λαιμό δεν μας τον έταξαν. / Από το όνειρο έπεσε λίγο πριν φέξει / Το σεντόνι δεν είπε ούτε λέξη / Μουλιάζοντας στη λύπη του / θυμήθηκε τη λυγαριά.» (Βλ. σελ. 29 επ.).
Συμπέρασμα: με τη «Μυστική αποβάθρα», ο Δημήτρης Λαμπρέλλης τεκμηριώνει άλλη μια στην πράξη τις αυξημένες συνθετικές του ικανότητες, ανανεώνοντας ευκρινώς τον όλο σκηνικό του εξοπλισμό.
Γιώργος Βέης Ημ/νία δημοσίευσης: 14 Οκτωβρίου 2008
Η σοβαρότερη ασχολία μου είναι να λύνω σταυρόλεξα, με προτίμηση στα «για πολύ δυνατούς λύτες» και στα «κρυπτόλεξα». Τελευταία, περνάω κάποιες ώρες με τα «παζλ των λέξεων». Με την ίδια περιέργεια και τον ίδιο σκεπτικισμό, αντιμετωπίζω και κάθε ποιητική συλλογή που έρχεται στα χέρια μου. Ορισμένα ποιήματα είναι πιο δύσκολα από εκείνα τα σταυρόλεξα «για πολύ δυνατούς λύτες». Είναι τόσο ερμητικά κλειστές οι θύρες των παραδείσων τους που χρειάζονται αντικλείδια, καμιά φορά…
Όταν, για παράδειγμα, ο πολυγραφότατος ποιητής, καθηγητής της φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθυντής του «Ερευνητικού Κέντρου Βιοπολιτικής», συγγραφέας σημαντικών βιβλίων και εξαίρετος φωτογράφος, με πολύ ενδιαφέροντα φωτογραφικά άλμπουμ, τιτλοφορεί την πρόσφατη συλλογή του: Το σκάκι τ’ ουρανού, προδιαθέτει για τα δύσκολα. Βέβαια η ποίηση δεν είναι εύκολο παιγνίδι μήτε χόμπι, είναι σοβαρή υπόθεση και δύσκολο άθλημα. Το ήξεραν καλά αυτό οι μεγάλοι αρχαίοι ποιητές και μιλούσαν απλά, όταν ήθελαν να επικοινωνήσουν με τον απλό λαό. Διαβάζεις Αριστοφάνη στο πρωτότυπο και καταλαβαίνεις τι λέει. Τους σύγχρονους ποιητές, όμως, πρέπει να τους προσεγγίσει κανείς με άλλους όρους. Τι εννοεί λοιπόν ο Δημήτρης Λαμπρέλλης, ένας σύγχρονος ποιητής που μιλάμε την ίδια γλώσσα, όταν γράφει στο πρώτο ποίημα της συλλογής:
Τα γάντια της νύχτας έρχονται
κι
αρπάζουν τον τσαλαπετεινό μέσ’ απ’ τα χέρια μας
Τα γάντια της νύχτας έρχονται
και
εδώ μπροστά σφάζουν τα περιστέρια μας
Τα γάντια της νύχτας έρχονται
και
σήμερα όπως και χτες, γράφουν για μας κάτι ποιήματα
Τα γάντια της νύχτας έρχονται
κι
ανάβουν δυο κεριά/ ένα για τη Γοργώ κι ένα για τα θύματα.
(«Τα γάντια της νύχτας»)
Οπωσδήποτε, με τις λέξεις ζωγραφεί υπέροχες εικόνες. Έτσι την καταλαβαίνω την ποίησή του. Στήνει μπροστά μας πίνακες ζωγραφικής, εικόνες από ταινίες θρίλερ, που εκφράζουν τη σύγχρονη πραγματικότητα. Ωστόσο, οι σύγχρονοι δήμιοι δεν «σφάζουν με το γάντι» τα όμορφα πουλιά, πνίγουν στο αίμα και στα πέλαγα παιδιά, χωρίς να ζητούν την αρωγή καμιάς θεάς του μίσους, κανενός προφήτη Τειρεσία για να πνίξουν τις ελπίδες του κόσμου.
Ενώ μας βάζει στον πειρασμό να παίξουμε σκάκι, καθώς ξεκλειδώνεται σιγά σιγά, κάποιος απόηχος δημοτικού τραγουδιού, εγκωμίων: «τα σπλάχνα μου κεντώντας» και «κόκκινη πηγή», όπως «κόκκινη μηλιά», φτάνει στην ακοή μου.
Με διασκελισμούς χρόνου και χώρου, ενώνει εποχές, συμβαδίζει με τις εποχές και φωτογραφίζει καταστάσεις. Πρόκειται για μια ποίηση σκοτεινή που θέλει να βγει από τη σκοτεινιά, γι’ αυτό περιπλανιέται πότε στις γειτονιές του ουρανού και πότε στις γειτονιές της θάλασσας μαζί μ’ εκείνους που βουλιάζουν ανεπίστρεπτα, ενώ η Αγαύη δεν παίρνει είδηση, όπως ακριβώς και στις «Βάκχες». Πίσω από τις επιλεγμένες λέξεις που:
Άλλες γίνονται φτερούγες για πουλιά/ μαθαίνουν να πετάνε
Κι άλλες
μέσα από την άβυσσο έρχονται και μου μιλάνε
υπάρχει το τέρας της νύχτας που σφάζει με τα γάντια, υπάρχει αγωνία, οι δράκοι, ο κακός που δαγκώνει τα παιδιά, καθώς μια διάχυτη σύγχυση, που μεταφράζεται ως ειρωνεία, διαμερίζεται στο ποιητικό σύμπαν του Δημήτρη Λαμπρέλλη και εκφράζεται με παιγνιώδη διάθεση:
Εμείς οι επιτηρητές του μηδενός
δεν χαλάμε το χατίρι κανενός
με όλους τα έχουμε καλά, και πίσω από τους αντικατοπτρισμούς που δημιουργούν οι πολλαπλές αναδιαρθρώσεις των νοημάτων, υπάρχει ο ποιητής που πάσχει και η ψυχή του πονάει, αλλά δεν θλίβεται, δεν μοιρολογάει, τραβάει αδρές χρωματικές πινελιές ή με γενναίες χειρονομίες επεμβαίνει στα δρώμενα της κάθε παρτίδας «στο σκάκι τ’ ουρανού» δραστικά και πορεύεται από νύχτα σε νύχτα κατά κει που το ένστικτό του τον ωθεί.
Σε τούτη την ιδιότυπη ποίηση που, από τη μια στιγμή στην άλλη, όλα αλλάζουν, τα φυσικά και τα ανθρώπινα τοπία διαρκώς μεταβάλλονται, καθώς το ένα διαδέχεται το άλλο, και η σκοτεινότητα πάνω στα πράγματα και τα πρόσωπα που εμφανίζονται – λειτουργούν σαν πιόνια, βασικό δομικό στοιχείο είναι η νύχτα και τα σκοτεινά τέρατα. Κυριαρχεί μια εκδικητικότητα που «τυφλώνει τα φεγγάρια» σαν μύγες, γίνεται χρήση αιχμηρών αντικειμένων: μαχαίρι, νυστέρι, νύχια και όλα ξεσκίζουν σάρκες, η τρελή Μαρία και η κυρία Βαλκυρία κάνουν ό,τι φέρει η ώρα, ενώ η νύχτα μένει κυρίαρχη:
Την ημέρα της επετείου για το λάθος
στο σπίτι μου ήρθαν δυο γυναίκες
και φάγανε όλα μου τα ψάρια
Τότε
κι εγώ
τα ποιήματά μου άρπαξα
κι άρχισα με τη βελόνα να τους τρυπώ όλα τους τα μάτια
Αίμα δεν έσταζαν καθόλου
μόνο
λίγη χολή
πάνω σ’ εκείνο το τραπέζι με τα ζάρια
Κόκκινο κύμα ο βρόγχος μου
δυο νύχτες τρόμος η φωνή μου
– τις πεταλούδες τσάκωσαν
τα γιασεμιά τα πήραν
Κόκκινο κύμα ο βρόγχος μου
δυο στίχοι η φωνή μου.
Όλα χορεύουν με ξέφρενους ρυθμούς και με δρασκελιές διαβαίνουν χορεύοντας τις εποχές, σταματούν σε κάθε επιστροφή άνοιξης, ανασαίνουν τις ευωδιές των γιασεμιών, τρελαίνονται αδιαφορώντας για τις άφαντες Κασσάνδρες κι αχρείαστη η «μάντιδα δάφνη», μήτε «παγά λαλέουσα» μας βρίσκεται.
Εξάλλου, το παιδί με τα σπασμένα χέρια θέλει να γίνει πουλί και να πετάξει, στο ποίημα και στο παραμύθι τα πάντα μπορεί να συμβούν. Αυτό το μαγικό, μυθικό στοιχείο έρχεται στην παρούσα πραγματικότητα, το μυθικό πρόσωπο του Τειρεσία συναντάει την Αριάδνη της Θεσσαλονίκης, προσπαθώντας να βγει κι ο ίδιος ο ποιητής από τον ποιητικό Λαβύρινθο που έχει δημιουργήσει κι έχει φυλακίσει την ψυχή και την καρδιά του.
Σκόπιμα, θεωρώ, ο Δημήτρης Λαμπρέλλης μπερδεύει τα πράγματα και τα γεγονότα, τα πρόσωπα και τις καταστάσεις, για να δώσει με τον δικό του τρόπο και μέσα από τη δική του φιλοσοφική θεώρηση του κόσμου μας και της σύγχρονης ζωής, το αλλοπρόσαλλο, πολεμόχαρο τοπίο και το άστατο ομιχλώδες κλίμα της εποχής μας, φωτογραφίζοντας πρισματικά, από πολλές όψεις, ώστε μέσα από διασταυρούμενες αντανακλάσεις του φωτός να προβάλλει με ποιητικές φωτοσκιάσεις η σύγχρονη λερή πραγματικότητα. Κρατάει, ωστόσο, για τον εαυτό του και τους καλοπροαίρετους λήπτες των μηνυμάτων του κάτι τρυφερά αισιόδοξο για κάθε βράδυ, πριν από τον ερχομό της θεοσκότεινης φόνισσας των πουλιών και των παιδιών νύχτας. Έτσι, ενώ:
Απ’ το πρωί
Με τη σκούπα αυτή του μηδενός
στάχτες μαζεύω συνεχώς
γιατί
το σπίτι μου το έκαψε ο κεραυνός
Το βράδυ
στα χέρια μου
κρατώ δικά μου δυο κυκλάμινα.
Απόψε
με τον θάνατο καλή θα παίξουμε άμυνα
(«Ο κεραυνός»)
dim lamprelisΗ παράσταση, το παιχνίδι στη σκακιέρα με λευκά και μαύρα πιόνια τις λέξεις φτάνει στο τέλος, ύστερα από πολλά κλωθογυρίσματα γύρω από ένα τέλος που είναι η Αρχή, την Άγια Νύχτα, ξορκίζοντας τον βαρκάρη και τον θάνατο, φτύνοντας κατάμουτρα τα ναύλα για το πέρασμα του Αχέροντα προς την άλλη διάσταση και πραγματικότητα:
…Παίζουμε
την Άγια Νύχτα
εμπαίζουμε
Λέμε
– Δεν είναι εδώ, δεν είναι εδώ το τέρμα μας
Και στον βαρκάρη πάνω
φτύνουμε το κέρμα μας.
(«Το σκάκι τ’ ουρανού»)
Τη ζωή μου την ξεκλείδωσα… Μετά από οκτώ ποιητικές συλλογές και μια συγκεντρωτική, επανέρχεται στην ποιητική μας σκηνή με νέα έκδοση ο ποιητής Δημήτρης Λαμπρέλλης, η οποία φέρει τον τίτλο Το σκάκι τ’ ουρανού. Με το ασπρόμαυρο χρώμα του γνωστού παιχνιδιού να χαρακτηρίζει και το εξώφυλλο της συλλογής. Κατά την ανάγνωση του βιβλίου αισθάνεται κανείς την αμεσότητα και τη νοηματική πύκνωση, μικρών σε έκταση κατά κανόνα ποιημάτων, είτε χωρισμένων ώστε ακριβώς να είναι ευσύνοπτα. Διαπιστώνει μια γνησιότητα εφηβική να προκύπτει ανάμεσα στις γραμμές, που ωστόσο καμία αφέλεια δεν καταδεικνύει.
Ο δημιουργός των ποιημάτων έχει βαριά παιδεία φιλοσοφική και άλλη (καθηγητής Πανεπιστημίου και συγγραφέας πολλών φιλοσοφικών διατριβών) μα και η θεματολογία του δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη. Η συλλογή ασχολείται με τη σχέση του ποιητή με τη ζωή και τον θάνατο, την αγωνία της ύπαρξης, τη φθορά, τις εσωτερικές συγκρούσεις. Οι ήττες, οι πληγές της ψυχής, ο φόβος εκφράζονται με ένα ύφος εξπρεσιονιστικό και παρατηρεί πράγματι κανείς τις καλά χωνεμένες επιδράσεις του Μ. Σαχτούρη στην ποίηση αυτή, με σαφώς όμως χαμηλότερους τόνους ως προς την ένταση, διότι ασφαλώς άλλες (και πιο δύσκολες) ήταν οι εποχές και τα γεγονότα που έζησε εκείνος. Γνωρίζουμε άλλωστε ότι ο ποιητής έχει ασχοληθεί ακριβώς με το έργο του τελευταίου στο δοκίμιό του με τίτλο Τα Χριστούγεννα στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη, ώστε μάλλον δεδομένες είναι οι προτιμήσεις του.
Ωστόσο, όπως διαπιστώνουμε διαβάζοντας τη σχετικά πρόσφατη επίσης συγκεντρωτική του συλλογή Ποιήματα (εκδ. Ρώμη), το ξεκίνημα της γραφής του έγινε με υπερρεαλιστικούς μορφικούς (η χαλαρότητα των νοηματικών συνδέσεων, το απρόοπτο των εικόνων) και γλωσσικούς (χρήση μιας παιγνιώδους καθαρεύουσας) τόνους, κατόπιν όμως μετακινήθηκε περισσότερο προς τον εξπρεσιονισμό, για να φθάσουμε στην παρούσα συλλογή, να υποχωρεί αρκετά η όποια κρυπτικότητα του νοήματος, ο λόγος του να είναι περισσότερο διαφανής από άλλοτε και ευκολότερα πλέον να αποκωδικοποιούνται τα σύμβολά του. Σε ένα δυσοίωνο λοιπόν υπαρξιακό περιβάλλον θα συναντήσουμε στο τωρινό κείμενο «τα τρυγόνια που γδέρνονται», το αρνί που σφαδάζει στο στόμα του λύκου, τα περιστέρια που σφάζονται (αγαπημένο μοτίβο θα έλεγα του ποιητή το σκοτωμένο πουλί, όπως φαίνεται και από παλιότερο ωραίο ποίημά του με τον τίτλο «Ο θάνατος του κύκνου»).
Μην ξεχνάμε πως για «σφαγμένα περιστέρια» και μάλιστα «με τις γαλάζιες κορδέλες στο λαιμό τους», μας έχει μιλήσει και ο ίδιος ο Μίλτος Σαχτούρης, σε ένα ποίημά του αφιερωμένο στον Οδυσσέα Ελύτη. Το δράμα της ύπαρξης λοιπόν αγγίζει όλη τη Δημιουργία και οπωσδήποτε δια των αλληγορικών αναφορών στο ζωικό βασίλειο παρουσιάζεται μα και τονίζεται περισσότερο η ανθρώπινη αδυναμία μπροστά στον θάνατο και τη φθορά. Επίσης ο ποιητής χρησιμοποιεί συχνά κατά την εκδίπλωση των στίχων του μυθολογικές φιγούρες ή ιστορικά πρόσωπα που συντείνουν στη δραματικότητα της ποίησης αυτής. Γοργώ, Εκάτη, Αγαύη, Μέδουσα, Κασσάνδρα, Αγαμέμνων, Τειρεσίας, Βαλκυρία, αιμοδοτούν με το νοηματικό και ιστορικό τους υπόβαθρο το κείμενο και φανερώνουν ευκρινέστερα το σκεπτόμενο πίσω από τα προσωπεία αυτά ποιητικό πνεύμα. «Δυο νύχτες τρόμος η φωνή μου» θα διαβάσουμε κάπου ή για τον τόπο με τον φόβο όπου τα αηδόνια δεν έχουν λαλιά ή για το «σώμα στου λύκου το στόμα» ή μας μιλά για τον τρόμο των άστρων και των δαιμόνων του ουρανού (ως εποπτικών προφανώς δυνάμεων του ανθρώπινου δράματος). «Το μαχαίρι σου Κύριε πνίγεται στο αίμα μας» θα διαβάσουμε αλλού, διότι ναι, συγκεκριμένη είναι η μοίρα των θνητών.
Ωστόσο η διαδικασία της ποιητικής γραφής (ή και της Τέχνης γενικότερα) είναι εκείνη που μπορεί να προσφέρει στον άνθρωπο παρηγοριά και να υποστηρίξει την τραγική διαδρομή του μέσα στον κόσμο και παρά ταύτα, ως ένδειξη συνεχούς πορείας αυτογνωσίας και εσωτερικού διαλόγου του ποιητικού υποκειμένου, να είναι ταυτοχρόνως οδυνηρή. «Τη ζωή μου την ξεκλείδωσα / κεντώντας τα σπλάχνα μου» θα μας πει. Αλλά και «παίζοντας με τις λέξεις […] την Άγρια Νύχτα / εμπαίζουμε» (προσοχή θα έλεγα εδώ, η Νύχτα γράφεται με κεφαλαία γράμματα) ή «τα μολύβια μου είναι τα φίδια μου» (τα φίδια-πλοκάμια του φοβερού πλάσματος Μέδουσα δια του οποίου πρωτότυπα εξεικονίζεται το σώμα του ποιητικού λόγου). Ή πάλι δυο κυκλάμινα στα χέρια (δηλαδή η ομορφιά) θα χρησιμοποιηθoύν σαν άμυνα έναντι του θανάτου.
Οι λέξεις γίνονται είτε «φτερούγες για πουλιά / μαθαίνουν να πετάνε», είτε εκτελούν την επικοινωνία με την άβυσσο του εσωτερικού εαυτού. Ωστόσο «οι ρίμες δειλιάζουν» θα δούμε σε άλλο σημείο, δηλαδή η ζωή δεν περιγράφεται επαρκώς από την Τέχνη, είτε αυτή δεν είναι ικανή να επιφέρει την απόλυτη ηρεμία του πνεύματος. Ένα ποίημα λοιπόν θα το τιτλοφορήσει «Ερατώ», θέλοντας προφανώς να δείξει και πάλι τη σχέση του με τη μούσα της Ποίησης. Θα διακινδύνευα την ερμηνεία ότι η παρουσία στο κείμενο της μυθολογικής Αγαύης (η οποία σκότωσε σε ώρα βακχικής παραφροσύνης τον γιο της), σημαίνει κατά τον Δ. Λαμπρέλλη ακριβώς ότι το ποίημα εξέρχεται από τα σπλάχνα του δημιουργού ζεστό, αλλά κατόπιν επιβάλλεται η τελική του διαμόρφωση αποβάλλοντας περιττές λεκτικές μα και συναισθηματικές επικαλύψεις, ώστε κάποιοι στίχοι ή και ολόκληρα ποιήματα τελικά να θυσιάζονται προς χάριν των κανόνων της αρμονίας της μορφής.
Ενδιαφέρουσα στη γενικότητά της και η κατά τόπους χρήση της ομοιοκαταληξίας, όταν βέβαια κατορθώνει να είναι επαρκώς ευρηματική. Δείγμα συνθετικής ποιητικής ευφυίας αποτελούν κάποιοι –σχεδόν– αναγραμματισμοί όπως «τα γάντια της νύχτας» που διαβάζουμε στο πρώτο ποίημα της συλλογής ή «τα νύχια της γάτας» που διαβάζουμε στο δεύτερο. Τα νύχια της γάτας αυτά μάλιστα θα μας θυμίσουν το ποίημα ακριβώς με τίτλο «Στο νύχι της γάτας» του Κ. Στεργιόπουλου, όπου και εκεί κατ’ αναλογίαν διαβάζαμε: «Αλλά γιατί για να μιλάμε για θάνατο; / Υπάρχουν τόσοι θάνατοι ζωντανοί!»
Ο άνθρωπος όμως, παρά τη φιλοσοφική μελέτη του θανάτου, σχεδόν ποτέ δεν είναι έτοιμος για το ταξίδι χωρίς γυρισμό. «Δεν είναι εδώ, δεν είναι εδώ το τέρμα μας» αναφωνεί (στην τελευταία μάλιστα σελίδα του βιβλίου με παράπονο ή και θυμό το ποιητικό υποκείμενο και στο πρόσωπό του ασφαλώς ο καθ’ όλου άνθρωπος), αδυνατεί δηλαδή να παραδεχθεί το γεγονός, ακόμα και την ώρα που το βλέπει να πλησιάζει. Στο παιχνίδι του σκακιού με τον ουρανό (γλωσσικό σημείο της έκφρασης του θεϊκού και του αιώνιου) οι κινήσεις είναι πάντα μετρημένες και ο νικητής γνωστός εκ των προτέρων. Ωστόσο, για να μην κλείσω απαισιόδοξα, κρατήστε στα χέρια σας ή ακόμα καλύτερα (λέω εγώ) φυτέψτε κυκλάμινα. Δεν έχει άλλοτε –δια στόματος Φιοντόρ– ειπωθεί πως «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο»;
“Εφημερίδα των Συντακτών” 11/3/2017
Τροχιές εκστατικότητας
Ο καθηγητής φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ποιητής Δημήτρης Λαμπρέλλης (Αθήνα, 1958) συγκεντρώνει τα Ποιήματά του (1982-2016) στις δραστήριες εκδόσεις Ρώμη.
Μακριά από στιλιστικές ορθοδοξίες που χάνουν τις πηγές του αυθόρμητου συναισθήματος και με δηλωμένη τη σαχτουρική αγάπη του (βλ. και τη μελέτη του: «Χριστούγεννα στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη», Ικαρος, 2008), ο Λαμπρέλλης ως ποιητής κινείται σε προ- και μετα-λογικά μονοπάτια. Δηλαδή, συνδυάζει την προλογική αίσθηση με τον στοχασμό και διαλεκτικά δομεί τα ηχοποίητα καλλιτεχνικά μορφώματά του.
Ο ρυθμός, σε συνδυασμό με την ιδιότυπα αναγνωρίσιμη εικονοποιία του, όχι μόνο δένει τα παραπάνω λειτουργικά αλλά και συγκρατεί εν γένει τα ποιήματά του. Ενα δείγμα: «Τώρα / η νύχτα γέρνει / ο τρόμος τρέμει / και στο τραπέζι εμπρός / −για δέστε πώς− / τον κύκνο τον σφαγμένο / τον γδέρνει ο γιατρός» («Ο θάνατος του κύκνου», Στοιχηματίζοντας με το σκοτάδι).
Εχουμε να κάνουμε με έναν ρυθμό −και με μια χρήση της μεταφοράς− που ενώ άλλοτε ελέγχει και άλλοτε ελευθερώνει τη φυσικότητα του ήχου, τελικώς επιστρέφει στον ίδιο του τον εαυτό, εκτελώντας μια κυκλική ή σπειροειδή κίνηση προς την ίδια τη γλώσσα.
Μια μορφοποιημένη αισθητικά γλώσσα που όχι μόνο δείχνει την ασυνέχεια της σκέψης και της δράσης, αλλά με έναν μυθο-ποιητικό τρόπο πλαγιοκοπεί το άλεκτο. Παραδίδοντάς μας τελικά μια «μετα-εξπρεσιονιστική» ποίηση που με το «ιδιόηχο» του ακουστικού της πλέγματος ακονίζει την αίσθησή μας για το φευγαλέο του κόσμου και δημιουργεί χώρο για να αναπτυχθεί και να εκτονωθεί το παράλογο της ύπαρξης.
Ο ποιητής βέβαια κρατά μόνο ένα μέρος του εξπρεσιονισμού και ρέποντας προς το άμορφο και το ακραίο διατηρεί το αίτημα της λύτρωσης και το όραμά του. Κατεβαίνοντας στα βάθη του εαυτού και στις πηγές του «νοητού» και του «ψυχικού» με τρόπο εκστατικό, ως ποιητής-μύστης.
Οπου και συναντούμε χρώματα χωρίς ονομασία, εικόνες χωρίς εξήγηση, ουσιαστικά χωρίς επίθετα και παλλόμενα −συχνά σκοτεινά− τοπία. Ολα ρυθμικά κανονισμένα.
Υπενθυμίζοντάς μας αυτό που ξέρουν οι ζωγράφοι: πως ένας κύκλος λευκός σε μαύρο φόντο κάνει μεγαλύτερη εντύπωση από έναν μαύρο κύκλο σε φόντο λευκό. Και ακολουθώντας αυτή την «αρχή», με τη μετα-σαχτουρική στοχαστική-ποιητική του άρθρωση και με την αρχαία ελληνική μυθολογία επίσης παρούσα, μας παραδίδει ένα συνεκτικό ποιητικό σώμα.
Πρώτη φορά έρχομαι σε επαφή με το ποιητικό έργο του σημαντικού ποιητή και σπουδαίου επιστήμονα Δημήτρη Λαμπρέλλη. Είναι καθηγητής φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, έχει και πολλές άλλες σημαντικές δραστηριότητες: είναι κριτικός λογοτεχνίας, Διευθυντής της σειράς Θεύθ/Λογοτεχνική Βιβλιοθήκη των εκδόσεων Ρώμη, έχει εκδώσει δεκαπέντε βιβλία φιλοσοφικά, τέσσερα λευκώματα φωτογραφιών, μάλιστα κάποιες φωτογραφίες του έχουν διακριθεί. Ωστόσο, πέρα και πάνω από όλα είναι πρωτίστως ποιητής. Αυτό φαίνεται από την πρώτη φράση στο σύντομο βιογραφικό του σημείωμα, ένας ιδιότυπος φιλόσοφος ποιητής.
Από το 1982 έχει εκδώσει οκτώ αξιόλογες ποιητικές συλλογές που περιλαμβάνουν στο σύνολό τους 112 ολιγόστιχα ποιήματα. Στο πρόσφατο ποιητικό βιβλίο του με τίτλο Ποιήματα έχει συμπεριλάβει οκτώ ποιητικές συλλογές, το σύνολο, προφανώς, των συλλογών ποιημάτων του που έχουν δει το φως της δημοσιότητας από το 1982 ίσαμε το 2015 και καλύπτουν ένα διάστημα 33 ετών.
Σε κάθε τέσσερα χρόνια αντιστοιχεί μια ποιητική συλλογή και 14 καλοδουλεμένα, πολύ συνεκτικά ποιήματα, κατά μέσον όρο, σε κάθε μία, πράγμα που σημαίνει πως ο ποιητής είναι ολιγογράφος ή πολύ επιλεκτικός – μπορεί να συμβαίνουν και τα δύο. Έτσι εξηγείται και η δυσκολία να ξεκλειδώσει κανείς τις θύρες πρόσβασης σε μια αινιγματική, υπαινικτική ποίηση όχι και τόσο προσβάσιμη, ακόμα και στον επαρκή αναγνώστη, λόγω της φιλοσοφικής θεώρησης και της ελλειπτικής διαχείρισης των θεμάτων που τον απασχολούν και του τρόπου που μετουσιώνει ποιητικά τις όποιες απόψεις του.
Από το πρώτο ποίημα διαφαίνεται η σχέση που έχει ο ποιητής με τη φύση και η σχέση της ποίησής του με την απεικόνιση της φύσης, η φωτογραφική απόδοσή της ποιητικά, όσο και η χαρακτηριστική ιδιοτυπία και ιδιομορφία του ποιητικού του λόγου. Η πρώτη λέξη είναι: «Η φωτογραφία».
«Η φωτογραφία της διάσημης Renata Tebaldi μας βοήθησε…» γράφει σχεδόν εισαγωγικά, γεγονός που σηματοδοτεί και εισάγει στο περιεχόμενο της ποίησής του.
Εκ πρώτης αναγνώσεως δεικνύει, μάλλον καταδεικνύει, τη σχέση ποίησης και φωτογραφίας, φωτογραφίας και ποίησης, δεδομένου ότι η φωτογράφιση λογικά προηγείται της ποιητικής μεταφοράς της εικόνας από τη φύση σε εικονικό τοπίο λόγου και δη υπαινικτικού ποιητικού λόγου.
Ζωγραφεί με παιγνιώδη φαινομενικά τρόπο μορφές και εικόνες ιλαροτραγικές, φιγούρες εύθραυστες με καυστική ειρωνεία και κρυμμένο χιούμορ. Δημιουργεί ένα δικό του, ξεχωριστό, ιδιόμορφο, εύρυθμο, πολυεπίπεδο ποιητικό σύμπαν που λειτουργεί με τους δικούς του όρους και κανόνες και σε σχέση με τα προσωπικά του ποιητικά βιώματα και σύμβολα.
Μέσα σε λίγους στίχους συναντώνται διαχρονικά εποχές, καταστάσεις, γεγονότα και πρόσωπα είτε με ίδια χαρακτηριστικά είτε με εντελώς διαφορετικά. Συμβαίνει, ωστόσο, να συμπλέκονται, να συναποδέχονται, να βρίσκουν αναγκαίες ισορροπίες, να συνυπάρχουν και να συμβιούν έτσι ώστε να δημιουργούνται πολλαπλές εικόνες οπτικές και ακουστικές που οδηγούν σε αισθητικό αποτέλεσμα, ποιητικό μόρφωμα, ποιητικό γεγονός, ποίημα:
«Άνοδος»
[Από την ενότητα «Η εμμονή του ίχνους»]
Τα παγοθραυστικά πλήττουν
την επιείκεια των οδηγών
Οι επιβάτες δεν ομιλούν
θυμίζουν την ιστορία
του Ματθία από την wolf
με φθηνή κλωστή
στα μαξιλάρια του Αριστοφάνη
Το παράθυρο ανοίγει χαμηλά χωρίς ενδείξεις
Μια σινδόνη
με μεντεσέδες στα κόκκινα χείλη
έρχεται
Στο παλαιοπωλείο
Νύχτα στις πόρτες ο ταμίας
αγγίζει ψάρια ασκεί τη φαρμακεία.
Επάνω αιωρούνται δύο μήλα
Στο όργανο εμπρός έμειναν ελάχιστα πλήκτρα
πλήκτρα πτηνόμορφα
που κρούει η Ηλέκτρα
αρχή Ηλέκτρα αργή.
Ακόμα και η διάταξη των στίχων δεν είναι τυχαία. Ο ποιητής με τον τρόπο αυτό, εγνωσμένα, αναμειγνύει τα πάντα με διαβαθμίσεις, δίνοντας στο κάθε τι ξεχωριστή θέση σε χώρο όπου συνυπάρχουν και συμβιούν αρμονικά(;) ετερόκλητα στοιχεία που καλύπτουν ευρύ φάσμα μιας ολωσδιόλου εικονικής πραγματικότητας.
Άλλο ένα δείγμα ποιητικής γραφής όπου η πραγματικότητα παίρνει διαστάσεις και οδηγεί στον χώρο του υπέρλογου, του εξωφρενικού φαινομένου, που κι αυτό είναι στο επίπεδο του εκείθεν του υπέρλογου, στο επίπεδο του παραλόγου. Πρόκειται για κατεξοχήν σουρεαλιστική ποίηση:
«Διάλειμμα»
Περίλυπα προβάλλουν τα ερπετά
στο θέατρο που έστησε η Τισιφόνη.
Στο διάλειμμα
Ένας θεατής
θυμήθηκε τα μάτια του.
Δύο ξεχασμένα πλοία.
Γεμάτα νάρκες στο λιμάνι.
Όσο περισσότερο γνωρίζω τον ποιητή από τον ιδιόρρυθμο και ιδιοφυή ποιητικό τρόπο έκφρασης, τόσο περισσότερο με πείθει ότι «ποντάρει» στην αντοχή και την ικανότητα του αναγνώστη/μελετητή του να βρει ατραπούς επικοινωνίας με τον ίδιο και με τα υλικά δομής της ποίησής του. Πως απαιτεί να κατανοήσει μια αδρή εικονιστική παράσταση της ποιητικής του πραγματικότητας. Που σημαίνει, για να κατανοήσει το μήνυμα ή τα μηνύματα που «κομίζει εις την τέχνην» χρειάζεται να αντιμετωπίσει σαν εικόνα, σαν ζωγραφιά ορθότερα, κάθε ένα χωριστά και όλα μαζί τα ποιητικά μέρη, κάτι που δεν απέχει διόλου από την πιστή αναπαραγωγή και αναπαράσταση της σύγχρονης συγκεχυμένης, αποδιοργανωμένης, μη αναγνωρίσιμης κοινωνικά, ιδεολογικά, πολιτικά πραγματικότητας. Μιας κοινωνίας ξεχαρβαλωμένης, διαλυμένης με ασαφείς προδιαγραφές, προβληματική:
«Ενδυμίων»
Στο δωμάτιο
δίχως καθόλου φως
σκοτείνιασε και ο πηλός αυτός
Απέναντι
τα ψάρια πάλι τα έθαψε ο γιαλός
Κι εγώ
καθηλωμένος και μοναχικός
είμαι ο Ενδυμίων δυστυχώς.
Ο ποιητής βλέπει τη σύγχρονη πραγματικότητα μέσα από το κάτοπτρο του μύθου και της ιστορίας σαν μια ζωγραφιά πάνω σ’ ένα τεράστιο ταμπλό με όλες τις «αποχρώσεις», όχι μόνο του «γκρι» αλλά όλων των χρωμάτων της ίριδας, ένα ταμπλό απλωμένο ίσαμε τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Αλλά και σαν μια θεατρική σκηνή όπου συνέχεια «ανεβαίνουν και κατεβαίνουν» τραγωδίες αρχαίες και σύγχρονα μικρά καθημερινά δράματα, κωμικοτραγικές ανθρώπινες ιστορίες που εικονίζουν μια ανθρωπογεωγραφία αχαρτογράφητη ακόμα:
«Η γιορτή»
Στο πανηγύρι της Τρελής
ο ήλιος μ’ είχε δέσει
Τα άλογα που λύθηκαν
δεν κάλπαζαν
Μ’ ένα λεπίδι χόρευαν
κι ανάβλυζε αιμάτινο το κύμα
Μ’ ένα λεπίδι έτρεχαν
μήπως και κόψουνε το νήμα
Μέσα σε λίγους στίχους συναντώνται διαχρονικά εποχές, καταστάσεις, γεγονότα και πρόσωπα είτε με ίδια χαρακτηριστικά είτε με εντελώς διαφορετικά. Συμβαίνει, ωστόσο, να συμπλέκονται, να συναποδέχονται, να βρίσκουν αναγκαίες ισορροπίες, να συνυπάρχουν και να συμβιούν έτσι ώστε να δημιουργούνται πολλαπλές εικόνες οπτικές και ακουστικές που οδηγούν σε αισθητικό αποτέλεσμα, ποιητικό μόρφωμα.
Σημαντικό ρόλο στην ποίηση του Δημήτρη Λαμπρέλλη κρατάει η φύση σε όλα τα φανερώματά της, την οποία, πέρα από την ποιητική προσέγγιση και απόδοσή της, τη φωτογραφίζει, αποτυπώνει στιγμές της «ζωντανά» – ο ποιητής ασχολείται σοβαρά και με τη φωτογραφία. Ένα ακόμα μικρό δείγμα της ποιητικής τέχνης και τεχνικής του:
«Επέτειος»
(ή η αποκαθήλωση)
Σαράντα μέρες πριν το χθες
τα στάχυα
των ονείρων
ουρλιάζουνε
στις θημωνιές
Κι εγώ
σας λέω
πως μέσα στον ύπνο τους
τους καίω
Καίω και αυτούς που νοίκιασε ο θάνατος
κι ο κόσμος τους φωνάζει θεριστές.
Σήμερα
στο φαρμακείο
τις γυάλινες τις φίλες μου
μία μία με προσοχή τις εξετάζω
Κι ύστερα τις κάνω θρύψαλα
Μέσα στις τσέπες σας έρχομαι και τις αδειάζω
Ζωγραφεί με παιγνιώδη φαινομενικά τρόπο μορφές και εικόνες ιλαροτραγικές, φιγούρες εύθραυστες με καυστική ειρωνεία και κρυμμένο χιούμορ. Δημιουργεί ένα δικό του, ξεχωριστό, ιδιόμορφο, εύρυθμο, πολυεπίπεδο ποιητικό σύμπαν που λειτουργεί με τους δικούς του όρους και κανόνες και σε σχέση με τα προσωπικά του ποιητικά βιώματα και σύμβολα.
Ποιήματα
Το βιβλίο συνοδεύεται από cd με τίτλο «Ελιά» που περιλαμβάνει μελοποιημένα ποιήματα του Δημήτρη Λαμπρέλλη σε μουσική του Θάνου Παπανικολάου
Δημήτρης Λαμπρέλλης
Ρώμη
280 σελ.
ISBN 978-618-5140-39-7
Τιμή: €20,00
diastixo.gr, 20/7/2015
«Εσύ που την ανάσα σου την καίει ένα χνούδι βγαίνεις κι αγγίζεις τη φωτιά σα να ’τανε λουλούδι»
Σε ένα άρθρο του δημοσιευμένο το 1901, όπου επρόκειτο ουσιαστικά για τη διατύπωση μιας διαφωνίας με τις απόψεις του Edgar Allan Poe περί ποιητικής τέχνης και πιο συγκεκριμένα περί της έκτασης, χρονικής και χωρικής, την οποία πρέπει να καταλαμβάνουν τα ποιήματα, ο Κωστής Παλαμάς υπερασπιζόταν τεκμηριωμένα και νηφάλια τα απορριπτέα από τον Αμερικανό «ογκώδη» ποιήματα, προβαίνοντας, με τη σειρά του, στη συγκρότηση μιας ενοποιητικής, κατά έναν τρόπο, θεωρίας. Σύμφωνα με αυτήν, εκείνα «από τα σύντομα ποιήματα στο έργο του λογοτέχνη» που «πιο πολύ λογαριάζουνται» είναι όσα συγκεντρωμένα «όλα μαζί κάνουν ένα μεγάλο ποίημα». Και διαφωνούσε και πάλι με τον Poe ο Παλαμάς, διότι ο Αμερικανός έβαζε και στη συντομία «σύνορα», μιλώντας, επί παραδείγματι, «καταφρονετικά» για τα επιγράμματα. «Θυμούμαστε δημοτικά τραγούδια μας λιγόστιχα και δίστιχ’ ακόμα, που μοσκοβολάν αξεθύμαστ’ από το πιο δυνατό άρωμα», έγραφε.[1]
Έχω επικαλεστεί και άλλοτε τα συγκεκριμένα λόγια του Κωστή Παλαμά (αυτής της «τραπεζικής θυρίδας» των Γραμμάτων και Τεχνών της Νεότερης Ελλάδας, αλλά και των πολιτισμικών-πνευματικών σχέσεών της με τα ρεύματα και τους εκπροσώπους τους στην Ευρώπη), προκειμένου για την ποίηση η οποία είναι λιτή και σύντομη ως προς την έκταση των επιμέρους μονάδων της.
Αλλά η ποίηση του Δημήτρη Λαμπρέλλη δεν είναι μόνον ως προς την έκταση, είναι και ως προς την έκφρασή της απέριττη, και αυτό ίσως να σχετίζεται με τη συνολική πνευματική συγκρότηση του δημιουργού. Η εδώ παρουσιαζόμενη όγδοη ποιητική συλλογή του προέρχεται από έναν καθηγητή Φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, με 15 τίτλους βιβλίων Φιλοσοφίας στο ενεργητικό του, διευθυντή έκδοσης, επίσης, της Επετηρίδας Φιλοσοφικής Έρευνας διά-Λογος, αλλά και ασχολούμενο επί σειρά ετών (με επαγγελματική ερασιτεχνικότητα) με την (οικολογική) φωτογραφία. Ένας βαθιά σκεπτόμενος αλλά και τόσο δραστήριος άνθρωπος γνωρίζει, λοιπόν, ότι οφείλει να προσπαθήσει, στο μέτρο που κάτι τέτοιο είναι δυνατό, να μεταδώσει τη σκέψη του με τρόπο απλό και κατανοητό, αν θέλει αυτή η σκέψη να είναι γόνιμη και ωφέλιμη. Το ότι το κατορθώνει, διότι ο ποιητής Δημήτρης Λαμπρέλλης το κατορθώνει, δείχνει, συν τοις άλλοις, και πόσο αποδοτικός είναι ως εκπαιδευτικός, ενώ ο ίδιος ακολουθεί, ίσως χωρίς να το γνωρίζει και οπωσδήποτε όχι απαρέγκλιτα, τα λόγια εκείνου του Κινέζου συγγραφέα, τα οποία παρέθετε ο Νίκος Καχτίτσης: «Η λογοτεχνία πρέπει να γράφεται δύσκολα και να διαβάζεται εύκολα· όχι να διαβάζεται δύσκολα και να γράφεται εύκολα».[2]
Η ποίηση του Δημήτρη Λαμπρέλλη (έχω υπ’ όψιν μου και την προηγούμενη, 7η, συλλογή του, από τις Εκδόσεις Γκοβόστη, με τον τίτλο Στοιχηματίζοντας με το σκοτάδι) συνδυάζει με επιτυχία την κρυπτικότητα του φθεγγόμενου εγώ με την καθαρότητα των νοητικών εικόνων, τα μυθολογικά σύμβολα με την καθημερινή τύρβη, τη θεατρικότητα της ζωής και της τέχνης με την εσωτερικότητα και την αλήθεια της μοναξιάς, την ομοιοκαταληξία των στίχων με τον ρυθμό των συνειρμών. Και, κυρίως, συνδυάζει το φως με το σκοτάδι, παρόλο που αμφότεροι οι τελευταίοι τίτλοι του θα μπορούσαν να παραπλανήσουν (;) τον αναγνώστη σχετικά με το ότι στη ζυγαριά βαραίνει το δεύτερο.
Κάποιοι από τους προαναφερθέντες συνδυασμούς αποτυπώνονται, εξάλλου, και σχηματικά μέσα στο σώμα των συλλογών, μέσω του «καλειδοσκοπικού σκηνικού». Στη Θεωρία της Λογοτεχνίας ονομάζεται έτσι ο τρόπος εκείνος της παρουσίασης των καταστάσεων και των χαρακτήρων σύμφωνα με τον οποίο το φυσικό πλαίσιο, με τις χωροχρονικές αντικειμενικές συνθήκες του, δίνεται ταυτόχρονα με τον κόσμο του νου, και άρα με το ξετύλιγμα των συναισθημάτων και των σκέψεων, όπως αυτά ανακαλούνται/προκαλούνται από τη μνήμη, τη φαντασία, τον φόβο, την επιθυμία, την ελπίδα. Αυτό το καλειδοσκοπικό σκηνικό, λοιπόν, υπάρχει ανάγλυφο και στις δύο τελευταίες συλλογές του Δημήτρη Λαμπρέλλη και ο αναγνώστης μπορεί να το παρακολουθήσει, επί παραδείγματι, στους κάτωθι στίχους: α) από το ποίημα «Η μετάβαση» (Ο τυφλός κορυδαλλός) ή β) από το ποίημα «Ο θάνατος του κύκνου / Ο λευκός τρόμος» (Στοιχηματίζοντας με το σκοτάδι): α) «Έξω/ οι υάκινθοι σκάζουν στο φως/ Κι η λιβελλούλα με τη λεμονιά έχουν/ για τα καλά μεθύσει.// Μέσα/ η πληγή δεν έχει ακόμη κλείσει/ και οι αρχαίες λέξεις ΜΟΥ παραστέκουν βουβές», β) «Έξω/ η νύχτα βαθαίνει/ κι ο κύκνος πεθαίνει./ Μέσα/ ανάβεις το φως/ κι αμέσως/ ο τρόμος/ σε τρελαίνει/ ο λευκός».
Η προτελευταία (προσώρας) συλλογή του Δημήτρη Λαμπρέλλη τελείωνε με ένα ποίημα ποιητικής, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η ελπίδα». Η ανά χείρας τελειώνει και πάλι με ένα ποίημα ποιητικής, με τον γλαφυρό τίτλο «Τα πρόσωπα του ποιήματος», το οποίο, ωστόσο, κλείνει με την ακόλουθη εικόνα: «Είναι το σαλεμένο σίγμα του σταυρού/ που πάνω στην πλάτη ενός μικρού παιδιού/ έχει για πάντα καρφωθεί». Είναι το «μήνυμα» απαισιόδοξο; Είναι το (προ)αίσθημα σκοτεινό; Είναι ο δρόμος αδιέξοδος;
Στον ουρανό, πάντως, δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Διότι «το πρόσωπο της συλλογής», αυτό του «τυφλού κορυδαλλού», «δείτε […]/ πώς πετάγεται», με μόνη τη φωνή του, πώς «ξελαιμιάζεται/ τα μαγικά τα μήλα της μηλιάς να τραγουδήσει»! Και που «δεν ξέρει να φυλάγεται», τι; Οι νεοσσοί των κορυδαλλών το συνηθίζουν να εγκαταλείπουν τη φωλιά πριν μάθουν να πετούν. Είναι ριψοκίνδυνοι, ίσως. Κι ούτε μας νοιάζει αν ο κορυδαλλός, και ιδίως το πιο διαδεδομένο είδος του στην Ελλάδα, ο κατσουλιέρης, είναι φλύαρος. Ο ποιητής μας δεν είναι, το εντελώς αντίθετο μάλιστα. Μας νοιάζει, όμως, το ότι οι κορυδαλλοί είναι ως επί το πλείστον ταλαντούχοι τραγουδιστές και καλοί μίμοι – ό,τι πρέπει, δηλαδή, για το θέατρο της ζωής. Και κυρίως μας νοιάζει ότι οι σιταρήθρες, ένα άλλο εκ των 20 συνολικά ειδών, από το τέλος του χειμώνα και μέχρι τη μέση του καλοκαιριού, κελαηδούν από την αυγή μέχρι τη δύση· μια πολύτιμη συντροφιά για τους τυχερούς, κατά τη διάρκεια των μεγαλύτερων και πιο βασανιστικών ημερών του έτους. Τη χρειαζόμαστε τη φωνή τους. Τη χρειαζόμαστε τη φωνή της καλής ποίησης.
www.vakxikon.gr, Ιούλιος 2014
Η ποιητική συλλογή του Δημήτρη Λαμπρέλλη, Στοιχηματίζοντας με το σκοτάδι (εκδόσεις Γκοβόστη), αποδεικνύει περίτρανα ότι η ποιητική γλώσσα δεν ενδυναμώνεται, όπως νομίζουν αρκετοί, ούτε με την αντιμετάθεση της σειράς των λέξεων, ούτε με τη χρήση στομφώδους ύφους, αλλά με την εκφραστικότητα που
Διαβάζοντας τα ποιήματα του Λαμπρέλλη διακρίνουμε έναν διαρκή αυτοέλεγχο που καθιστά κάθε λέξη του αναγκαία. Χωρίς περιττολογίες και εντυπωσιασμούς, ο ποιητικός του λόγος είναι ζωντανός και ακριβής στο συγκεκριμένο νόημα που κάθε φορά θέλει να τονίσει. Η μουσικότητα του πλέγματος των λέξεων μας υπενθυμίζει πως το ποίημα είναι ένα είδος συμβολικής παρτιτούρας από την οποία αναβλύζει ότι κρύβεται βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή.
Ένα από τα εντυπωσιακότερα στοιχεία του βιβλίου είναι ο ιδιότυπος συσχετισμός των λέξεων που απαρτίζουν τα δεκατέσσερα ποιήματα αυτής της συλλογής. Οι λέξεις βρίσκονται στο χαρτί για να δηλώσουν συμβάντα της ζωής ή γεγονότα της φαντασίας με τον πιο αληθινό τρόπο. Η διασταύρωση της ζωής με την ποίηση μας χαρίζει το σημείο εκείνο όπου η ποίηση βρίσκει τον καθένα μας.
Τα ποιήματα του Λαμπρέλλη τα χαρακτηρίζει ένας αυτοσαρκαστικός τόνος και μια ειρωνική χροιά που αποσκοπούν στην έμφαση του νοήματος. Χρησιμοποιεί λέξεις απλές και σκόρπιες ομοιοκαταληξίες ώστε να επικοινωνήσει με τον αναγνώστη, εφόσον εκείνος είναι έτοιμος να ακούσει το εκάστοτε ποίημα. Στον τίτλο της συλλογής κρύβεται ένα μεγάλο μυστικό. Αυτός που στοιχηματίζει με το σκοτάδι είναι ο ποιητής, που ενώ γνωρίζει το βάθος και τις παγίδες που κρύβει η έλλειψη ορατότητας, ρισκάρει να βουτήξει στο έρεβος. Επιθυμεί να φέρει στην επιφάνεια θησαυρούς με κίνδυνο πάντα την απώλεια του εαυτού του.
“Ελευθεροτυπία”/ “Βιβλιοθήκη” 623 2/10/2010
Με τελέσφορη και αυθόρμητη φωτεινότητα
Η έκτη ποιητική συλλογή του Δημήτρη Λαμπρέλλη, πέντε χρόνια μετά τη Μυστική αποβάθρα, θεμελιώνει εκ νέου κι επικυρώνει την άποψη του Τ. Ελιοτ ότι η αυθεντική ποίηση κατορθώνει την επικοινωνία πολύ πριν επιτύχει την κατανόηση. Ποιήματα λιτά και πυκνά, δυσκολοπρόφερτα στη νοητική τους σύσταση, που διατρυπούν και διέρχονται την ενικότητά τους έως τη στιγμή που θα αναλυθούν στη δική τους τελεσφόρο και αυθόρμητη φωτεινότητα.
Τα 16 ποιήματα του Δ. Λαμπρέλλη αναδιφούν τον εσωτερικό των ονείρων χώρο με μαεστρία χειριστική του ύφους και του χρώματος. Οι εικονισμοί των λεκτικών παραθέσεων κατευθύνουν στην αναγώγιμη προσέγγιση της ποιητικής πράξης ως τέχνης εταστικής και, επομένως, ακραιφνώς δραματουργικής. Εκείνο που αντικρίζει με κατάνυξη ο εν λόγω καταξιωμένος ποιητής δεν είναι άλλο παρά η ενδότερη όψη του ονείρου, ο τόπος όπου βρίσκεται το αίμα και το πνεύμα του (Also sprach Zarathustra: «Schreibe mit Blut: und du wirst erfahren, dass Blut Geist ist»). Το όνειρο δεν καθίσταται αντιληπτό ως φαντασιοκόπημα, ως κενοτάφιο δηλονότι της πραγματικότητας· αναπροσανατολίζει την πραγματικότητα, όχι ρυθμιστικά, αλλά οντολογικά. Το όνειρο είναι ο πυρήνας της κεκρυμμένης αλήθειας, όπως το αντιλαμβάνεται ο ποιητής Δ.Λαμπρέλλης. Με τη διεξοδική εκμυστήρευσή του καθιστά τον αναγνώστη συμμέτοχο των πόθων που κατακτούν κάθε γενιά κι εποχή. Και η δραματουργία εκκινεί από το παλαιό σημείο της ποίησης, όπου το μέγεθος του λόγου αναλογεί προσεκτικά στην αρχέτυπη ανθρώπινη συνθήκη.
Το υγρό στοιχείο του αίματος και της βροχής διαπνέει το όλο έργο προσδίδοντάς του έναν ήπιο ρυθμό και μια εσωστρεφή αρμονία. Σ’ ένα ονειρικό περιβάλλον η βροχή καθαίρει και προλαμβάνει το κακό, όπως στο ποίημα «Η βροχή». Οταν το αίμα και η βροχή δεν ανανεώνονται στο αντάμωμά τους, όπως στο ποίημα «Το αίμα», τότε υπάρχει μοναξιά, απομόνωση. Αντίστροφα, επιχειρείται η μεταποίηση μιας συσσωρευμένης εκρηκτικής ενέργειας σε όνειρο, στο ποίημα «Η ανάταση», όπου και καθοσιώνεται η ακρότητα της δράσης υπέρ του ονείρου (Τα βράδια μες στο μυαλό μου/ τη λεπίδα/ να κάνω/ αχτίδα/ προσπαθώ). Στην αμοιβαία συμπλοκή και συνεξάρτησή τους, το όνειρο και ο άνθρωπος συναντώνται με διαφορετική προοπτική κάθε φορά.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι μυθικά πρόσωπα, ο Σίσυφος, ο Αντίνοος, η Κλυταιμνήστρα, ο Ενδυμίων, πρόσωπα από το παρελθόν που ανήκουν στην τρέχουσα αντίληψη της ποίησης, συντρέχουν την ποιητική τοποθέτηση της συλλογής Το αίμα των ονείρων. Ετσι εντάσσονται με κατανυκτικό τρόπο, σαν πορτρέτα συμβολικά που αντανακλούν επάξια έναν νεόπλαστο, σύγχρονο μύθο.
Η σκοτεινότητα του νοήματος δεν επιστρατεύεται ως αφηρημένη αισθητική αρχή. Εμπεριέχει έναν σημασιοδοτικό πυρήνα, που διαλευκαίνει πιότερο εκείνο που δομείται ως μυστήριο. Οπως ο Baudelaire ερευνά μέσα στη βαθιά ουσία του σκότους, στο αίμα του φωτός, που εγκρύπτει τον αιώνια σκοτεινό χώρο (πρβ. Το Μπαλκόνι, Τα σκοτάδια), έτσι και ο Δ. Λαμπρέλλης διηθεί τη σάρκα του ονείρου, έχοντας πλήρη επίγνωση της πράξης του. Δεν τεμαχίζει υπαινικτικά, κατά το μποντλερικό πρότυπο, ούτε απαξιώνει την καθεστηκυία ανάγνωση του κόσμου και της ζωής. Αναδεικνύει, όμως, με χαμηλόφωνο τόνο, τα στοιχεία της τα αισθητικά, που την αναβαθμίζουν προοδευτικά έως την καθαρότητα.
Στο ποίημα Η φωνή ο ποιητής ανακοινώνει την απόφασή του να παραμείνει στο μέτρο που υποβάλλει «της νύχτας το αλφάδι». Οσο διαφορετική κι αν είναι μια φωνή, δεν εγκλωβίζεται αυτοπαθώς στην απόδραση· αντιμετωπίζει ως ομόδικος και συνεισφέρει. Με προκαλεί ο στίχος από το ποίημα «Η λευκή εντολή» και γι’ αυτό τον παραθέτω: «είναι η ώρα που η κεφαλή του ποιητή/ σαν τη σκιά/ κοντά μας θα κυλήσει». Δεν θα ορίσω ποια είναι η χρησιμότητα αυτής της σκιάς που κυλά κοντά μας, αλλά θα τονίσω αυτό που αποκαλύπτει ο στίχος: ότι ο ποιητής τελικά δεν είναι σώμα. Μέσα στην άυλη σοφία του προσέρχεται.
Οταν τα χέρια δεν αντέχουν να κρατήσουν το σκοτάδι (Τα πουλιά της μνήμης), τότε ο ίδιος ο ποιητής Λαμπρέλλης, θαρραλέα και ωστόσο στοχαστικά, προτείνει πως δεν εγκαταλείπουμε την πραγματικότητα για άλλη, περισσότερο άξια ή ανάξιά της, αλλά προσηλωνόμαστε εδώ, στον δείκτη που μετρά και καθορίζει την ολόδική μας τη ζωή και την πράξη της, σαν ένα όνειρο που διαρκεί αγκομαχώντας πάνω στις νύχτες που περισώζονται στην αυτοαναγκαιότητά τους. Η ύστατη χοή: «Λυγίζω/ Οχι/ Δεν λυγίζω/ Την ώρα μόνο υπολογίζω/ που θα εκραγώ».
www.poeticanet.gr, τ. 8, Οκτώβριος 2008
Πρόκειται για το πέμπτο ποιητικό βιβλίο του Δημήτρη Λαμπρέλλη. Προηγήθηκαν τα εξής: Έσοπτρος (1982), Ο δίσκος με τα στίγματα (1991), Η αριθμητική της Περσεφόνης (1996) και Η ανεμώνη και ο ίλιγγος (2002). Κυκλοφόρησαν όλα από τις εκδόσεις της «Νέας Πορείας». Όπως και κατά το παρελθόν, έτσι και τώρα ο λόγος παραμένει κατά κανόνα αφαιρετικός. Συγκεντρώνοντας την προσοχή της στα κατ’ αυτόν εξέχοντα σημεία ενός καθόλα κρίσιμου προβληματισμού, η ελλειπτική εκφορά έχει μάθει να αποτυπώνει εγκαίρως τις καίριες πτυχές των σημαινομένων και των συμφραζομένων τους. Χωρίς να υποκύπτει δηλαδή στους τυπικούς πειρασμούς των αοριστολογικών γενικεύσεων, η γραφή τιμά τα κελεύσματα της δημιουργικής πνοής και προσαρμόζεται πάντα στις ανάγκες μιας συνεπούς, παραγωγικής απόδοσης. Στους αντίποδες των κενολόγων ή επηρμένων αφορισμών του συρμού, οι στίχοι συναιρούν με άνεση αλήθειες ζωής και προοικονομούν στη συνέχεια μιαν ευρύχωρη εσωτερική θέα του εαυτού.
Τα διάφορα φύσει και θέσει επιγράμματα σηματοδοτούν μια πορεία με έκδηλες μεταφυσικές στάσεις. Ο κριτικός αναστοχασμός εδραιώνεται από ποίημα σε ποίημα. Έστω ενδεικτικά: «Αυτός που διασταύρωνε τον τελευταίο καιρό λουλούδια / κυκλάμινα κυκλάμινα πανσέδες και το μενεξέ / Στο γράμμα εκείνο που εκκρεμεί / δεν μου απάντησε ποτέ. / Του έγραφα / πως το λευκό ήταν ένα παιδί ξαπλωμένο στο κρεβάτι / πως κάθε πρωί το σταύρωναν οι λέξεις / και πως έπειτα γύρω του μαζεύονταν οι γυναίκες του σπιτιού κι έπιναν καφέ.»( Βλ. «Τα λουλούδια», σελ. 22). Το εγώ φαίνεται ότι παρατηρεί εναγωνίως τον κόσμο, σαν να είναι μάλιστα η πρώτη και η τελευταία του φορά. Η ετοιμότητά του παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στην πάγια σαιξπηρική προοπτική της «άοκνης αγρύπνιας». Χωρίς υπεκφυγές ή αναστολές, το ποιητικό υποκείμενο επαναλαμβάνει ό, τι φρονεί πως αρμόζει στη δεδομένη συγκυρία: «The readiness is all.» (που πάει να πει: «Το να’ ναι έτοιμος κανείς είναι το παν», βλ. Άμλετ, 5η πράξη, 2η σκηνή, σε μετάφραση Μιχάλη Κακογιάννη, εκδόσεις «Καστανιώτης», 1985, σελ. 218)
Κατά τα άλλα, καλούμαστε εδώ να περιδιαβάσουμε τοπία κλειστά, όπου το ανήσυχο, άοκνο εγώ επιχειρεί να προσδιορίσει τις ποιότητες και τις ποσότητές του, αλλά και τοπία εμφανώς ανοικτά, όπου το εγώ έρχεται αντιμέτωπο με μια συνήθως εφιαλτική, συλλογική μνήμη. Η ρήξη δεν αποτρέπεται, αν και οι συνθήκες θα ευνοούσαν την πολυτέλεια μιας πρόσκαιρης έστω συναντίληψης.
Στο κρυπτικό, αλλά αρκούντως συγκερασμένο «Σχετικά με τις νορμανδικές ακτές» διαφαίνεται η τάση του ποιητή να συνδιαλλαγεί συνειδητά με το παρελθόν ενός φυλετικού τρόμου. Η θεμελιώδης αρχή Walter Benjamin, η οποία επισημαίνει ότι «δεν υπάρχει τεκμήριο του πολιτισμού, το οποίο να μην είναι ταυτοχρόνως τεκμήριο της ανθρώπινης βαρβαρότητας» ανιχνεύεται, επίσης, αρκετά εύκολα. Οι συμβολοποιήσεις απηχούν αυτές ακριβώς τις εννοιολογικές αντιπαραθέσεις – εναντιώσεις. Παραθέτω: Ο κήπος / Αυτός ο κήπος που πράσινος φαντάζει / Δεν βλέπετε πως διόλου πράσινος δεν είναι / Ή τάχα δεν ξέρετε πως σήμερα στον κήπο αυτόν / κανείς δεν τα φροντίζει τα λουλούδια; / Ο κηπουρός / Ο κηπουρός κρεμάστηκε προχτές λίγο πιο πέρα απ’ τις νορμανδικές ακτές. / Και ο ήλιος; / Ένας αστραφτερός ήλιος / μπολιάζει με αρρώστια / τον ναυαγό και τον γιατρό του. / Κοιτάζει ο πόθος και βρίσκει άδειο το γυλιό του / στις πυρωμένες από παλιό και νέο θάνατο νορμανδικές ακτές.» (Βλ. σελ. 12 επ.)
Οίκοθεν νοείται ότι έχει επιστρατευθεί και πάλι η γνωστή μπορχεσιανή στρατηγική. Δηλαδή: «Τώρα έχω φτάσει στο συμπέρασμα (και το συμπέρασμα αυτό μπορεί να ακούγεται λυπηρό), πως δεν πιστεύω πια στην έκφραση: πιστεύω μόνο στον υπαινιγμό. Άλλωστε, τι είναι οι λέξεις; Οι λέξεις είναι σύμβολα για αναμνήσεις που τις έχουμε κοινές με άλλους ανθρώπους. Αν εγώ χρησιμοποιήσω μια λέξη, τότε πρέπει εσείς να έχετε κάποια εμπειρία εκείνου για το οποίο δηλώνει η λέξη. Εάν δεν έχετε, η λέξη δεν σημαίνει τίποτα για σας. Νομίζω πως μπορούμε μόνο να υπαινισσόμαστε, πως μπορούμε να κάνουμε τον αναγνώστη να φαντάζεται. Ο αναγνώστης, αν είναι αρκετά εγρήγορος, μπορεί να ικανοποιηθεί με την απλή νύξη ενός πράγματος…» (Βλ. Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Η Τέχνη του Στίχου, διάλεξη «Το πιστεύω ενός Ποιητή»).
Οι υπερρεαλιστικές αποχρώσεις, οι εικονιστικές παρεμβολές και οι θεματικές ανατροπές συμβάλλουν αποφασιστικά στη δημιουργία ενός συγκινησιακού κλίματος, όπου συνυπάρχει χωρίς απρόοπτα η ειδολογική αίρεση και η έγκυρη αποδελτίωση του φανταστικού στοιχείου. Οι μεταβάσεις και οι παρεμφερείς δράσεις αναφέρονται εμμέσως πλην σαφώς και στην εμβληματική Αμοργό του Νίκου Γκάτσου. Παραθέτω: «Γιατί / Ναι, ταξιδεύουμε / Μαζί μ’ εκείνο το κουλούρι που αγόρασε ένα πουλί / και φαρμακώθηκε / Μαζί μ’ εκείνη τη φωτογραφία του παιδιού που ανέβηκε μια / σκάλα / και σκοτώθηκε. / Ναι μ’ αυτά ταξιδεύουμε / Μήπως / αύριο ή το πολύ μεθαύριο / δώσει ο κάμπος / νερό στον ουρανό / κι αναστηθούμε.» ( Βλ. σελ. 28). Η αισθητική πλήρωση τελείται ομαλά. Η πηγαιότητα του ερεθίσματος αμιλλάται την πιστότητα των συνεπαγόμενων λεκτικών συναρμογών.
Ας παραβληθεί για προφανείς εποπτικούς λόγους και η σημασιοσυντακτική εμπέδωση της χαρακτηριστικής «Πτώσης», η οποία τρόπον τινά συνιστά μιαν προσωποπαγή Ars Poetica: «Μας έταξαν μια λέξη δίπλα της είναι μύλος σκεφτικός / και την αλέθει / Μας έταξαν μια αυλή τα φύλλα της τα έδιωξαν / κανείς πια / μόνη της δεν την αντέχει / Μας έταξαν λίγη σκιά πίσω από το σύννεφο γνέθει η κραυγή / της λήθης τη θηλιά. / Μα τον κομμένο της παραίτησης λαιμό δεν μας τον έταξαν. / Από το όνειρο έπεσε λίγο πριν φέξει / Το σεντόνι δεν είπε ούτε λέξη / Μουλιάζοντας στη λύπη του / θυμήθηκε τη λυγαριά.» (Βλ. σελ. 29 επ.).
Συμπέρασμα: με τη «Μυστική αποβάθρα», ο Δημήτρης Λαμπρέλλης τεκμηριώνει άλλη μια στην πράξη τις αυξημένες συνθετικές του ικανότητες, ανανεώνοντας ευκρινώς τον όλο σκηνικό του εξοπλισμό.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΑΜΠΡΕΛΛΗΣ
«Ο κύκλος της Αλκυόνης», εκδ. Επίμετρο, 2024
Στην πρόσφατη συλλογή τού Δημήτρη Λαμπρέλλη Δημήτρης Λαμπρέλλης ο φιλοσοφικός στοχασμός δένεται με εικόνες της φύσης, σε ένα δέσιμο στενό, που αναπαριστά με τρόπο υπαινικτικό, συχνά συμβολικό, μια πραγματικότητα δύσκολη ή και τραγική. Η μεταφορική έκφραση παίζει βασικό ρόλο στη χρήση της γλώσσας.
Το ποίημα ακολουθείται από μια δεύτερη εκδοχή του, σαν σε συνομιλία με την πρώτη εκδοχή, ή σαν συνέχεια.
Αναφορές στην αρχαιότητα και στον μύθο, πρόσωπα σύμβολα. Αλκυόνη, Ιφιάνασσα Βήτα, Μηριόνης Βήτα. Το Βήτα θεωρώ ότι δείχνει μια μεταφορά στο σήμερα.
Τον κύκλο της Αλκυόνης, του τίτλου, τον διαβάζω ως αναφορά στην αδυναμία της Αλκυόνης να φέρει τη γαλήνη και την καλοκαιρία, μέσα από την ταραχή, μολονότι προσπαθεί και καταφεύγει στη φύση: «Μόνο/ έσκυψε και φίλησε/ την ανεμώνη».
Συχνά υπάρχει ομοιοκαταληξία, τις πιο πολλές ζευγαρωτή αλλά και κάποτε ένα είδος σταυρωτής. Το μέτρο, δακτυλικό συχνότερα, που όμως πολλές φορές ελευθερώνεται και ακολουθεί τον δικό του ρυθμόπου δίνει έναν κυματισμό στο ποίημα. Και είναι ίσως αυτός ο κυματισμός που δεν κάνει την ατμόσφαιρα ζοφερή, παρόλο που περιγράφεται μια πραγματικότητα δύσκολη και δυσοίωνη.
Με τη συλλογή του αυτή ο Δημήτρης Λαμπρέλλης ρίχνει ένα βλέμμα λυρικό στη σύγχρονη πραγματικότητα. Δένει αρμονικά ακόμη και αντιθετικά εκφραστικά μέσα. Λέξεις, έννοιες, στοχασμοί, με κυριολεξία ή μεταφορικά, καταφέρνουν να μεταδώσουν στον αναγνώστη, διακριτικά ή με ελεγχόμενη ένταση, την ανησυχία για τον σημερινό ή και αυριανό κόσμο.
Ο κήπος μου
είναι ο πιο βαθύς ο ύπνος μου
Εκεί κανείς δεν με ξυπνάει
Μόνο
η πεταλούδα της μνήμης μου
– εκείνη η μαβιά –
ολοένα με κυνηγάει.
Ο κήπος μου
είναι ο μυστικός ο δείπνος μου
Μα εκεί
κανείς δεν με κερνάει
Για δες
Εγώ διψώ
Και το πηγάδι μόνο θειάφι και φωτιά ξερνάει.